- ταλασιουργός
- ὁ, ἡ, Ααυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία*, δηλαδή την κατεργασία τού μαλλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον*), πρβλ. ιστουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλασιουργός — wool spinner masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργοί — ταλασιουργός wool spinner masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργούς — ταλασιουργός wool spinner masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργῷ — ταλασιουργός wool spinner masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργόν — ταλασιουργός wool spinner masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
γαλακτουργός — γαλακτουργός, ο (Α) αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)] … Dictionary of Greek
ταλασιουργία — ἡ, Α [ταλασιουργός] η κατεργασία τού μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του … Dictionary of Greek
ταλασιουργικός — ή, όν, Α [ταλασιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική (ενν. τέχνη) η ταλασιουργία*. επίρρ... ταλασιουργικῶς Α με επεξεργασία μαλλιού … Dictionary of Greek
ταλασιουργώ — έω, ΜΑ [ταλασιουργός] κατεργάζομαι το μαλλί, τό ετοιμάζω για ύφανση («οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῑν ταλασιουργῷ περὶ ἐρίων ἐργασίας;», Πλάτ.) … Dictionary of Greek